δραγάτης, ο [ðra’γatis]

δραγάτης, ο [ðra’γatis]: ο αγροφύλακας κυρίως των αμπελιών. [μσν. δραγάτης < ελνστ. *δραγάτης (πρβ. ελνστ. ἀρχιδραγάτης, ρ. δραγατεύω) ίσως < σύντμ. του *ἀμπελιδεργάτης].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *