ΔΠΗ
διάτα, η [‘ðjata]: α. διαταγή. β. η συμβουλή [διατ(άζω) -α (αναδρ. σχημ.)].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
admin
Ετικέτες:
Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *
Σχόλιο *
Όνομα *
Email *
Ιστότοπος
Αφήστε μια απάντηση