διακονιάρης, ο [ðjako’ɲaris]: αυτός που ζητάει από τον κόσμο μια μικρή βοήθεια, μια ελεημοσύνη για να ζήσει· ζητιάνος: [μσν. διακονιάρης < διακονι(ά) -άρης].
διακονιάρης, ο [ðjako’ɲaris]
από
Ετικέτες:
διακονιάρης, ο [ðjako’ɲaris]: αυτός που ζητάει από τον κόσμο μια μικρή βοήθεια, μια ελεημοσύνη για να ζήσει· ζητιάνος: [μσν. διακονιάρης < διακονι(ά) -άρης].
από
Ετικέτες:
Αφήστε μια απάντηση