γυφτοτσεκουριά, η [γiftotseku’rʝa]: ξύλινο τσεκούρι που κατασκευαζόταν από ρομά. [< γύφτ(ος) + τσεκούρ(ι) -ιά].
γυφτοτσεκουριά, η [γiftotseku’rʝa]
από
Ετικέτες:
γυφτοτσεκουριά, η [γiftotseku’rʝa]: ξύλινο τσεκούρι που κατασκευαζόταν από ρομά. [< γύφτ(ος) + τσεκούρ(ι) -ιά].
από
Ετικέτες:
Αφήστε μια απάντηση