γούπατο, το [‘γupato]: η γούβα: ‘Εκείνο το μέρος είναι τελείως γούπατο’ (βρίσκεται σε χαμηλότερο σημείο από την υπόλοιπη περιοχή). [συμφυρ. γού(βα) + πάτο(ς)].
Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
Όπως και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
Αφήστε μια απάντηση