γνέμα, το [‘γnema]

γνέμα, το [‘γnema]: το νήμα. [< γνέθω -μα].

Όπως και: https://ilialang.gr/νέμα-το/


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *