γκανιάζω [ga’ɲazo]: διψάω πολύ: ‘Γκάνιαξα’ (δίψασα πολύ).
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
γκανιάζω [ga’ɲazo]: διψάω πολύ: ‘Γκάνιαξα’ (δίψασα πολύ).
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
από
Ετικέτες:
Αφήστε μια απάντηση