γιόμα, το [‘ʝoma]

γιόμα, το [‘ʝoma]: το μεσημέρι, το μεσημεριανό φαγητό. [< (από)γιομα].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *