γανίλα, η [γa’nila]

γανίλα, η [γa’nila]: η βρώμα, η σκουριά. [γαν(ώνω) -ίλα].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *