γαϊδουρομούτσουνος [γaiðuro’mutsunos]

γαϊδουρομούτσουνος, -η, -ο [γaiðuro’mutsunos]: ο χοντροκέφαλος. [γαϊδούρ(ι) -ο- μουτσούν(α) -ος].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *