βραστογαλιά, η [vrastoγa’ʎa]

βραστογαλιά, η [vrastoγa’ʎa]: το βρασμένο γάλα. [βραστ(ός) -ο- γάλ(α) -ιά].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *