βουτσί, το [vu’tsi]

βουτσί, το [vu’tsi]: α. μικρό βαρελάκι. β. (μτφ.) ο κοντός και χονδρός άνθρωπος. [μσν. βουτσί(ον) < βουτί(ο)ν (ισχυροπ. της άρθρ. [ti > tsi] ) υποκορ. του ελνστ. βούτις < υστλατ. buttis].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *