βουρλίζομαι [vu’rlizome]

βουρλίζομαι [vu’rlizome]: τρελαίνομαι, νευριάζω. [βούρλ(ο) -ίζομαι].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *