ΔΠΗ
βίκα, η [‘vika]: η στάμνα από πηλό. [αρχ. βῖκος ‘μικρό πιθάρι’].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
admin
Ετικέτες:
Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *
Σχόλιο *
Όνομα *
Email *
Ιστότοπος
Αφήστε μια απάντηση