βελέσι, το [ve’lesi]

βελέσι, το [ve’lesi]: ένδυμα από γυναικείο μεσοφόρι. [βεν. valessio].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *