βατουκλιά, η [vatu’kʎa]

βατουκλιά, η [vatu’kʎa]: φράχτης από βάτα.


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *