βατεύω [va’tevo]

βατεύω [va’tevo]: ζευγαρώνω ζώα. [ελνστ. βατεύω].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Σχόλια

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *