ΔΠΗ
αβάρα, η [a’vara]: παράσιτο που τρέφεται απο το αίμα των ζώων. [αβαρ(άρω) -α (αναδρ. σχημ.)].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
admin
Ετικέτες: