χουλιάρα, η [xu’ʎara]: κουτάλι. [ελνστ. κοχλιάριον (υποκορ. του αρχ. κόχλος, κοχλίας) > *χοχλιάριον (αφομ. [k-x > x-x] ) > *χουχλιάριον ( [o > u] από επίδρ. των υπερ. [x] και του [l] ) > *χουλιάριον (ανομ. αποβ. του δεύτερου [x] ) > χουλιάρ(ι) -α (αποφυγή της χασμ.)].
Και: https://ilialang.gr/χουλιάρι-το/
Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o