χλιμιντράει [xlimi’ndrai]

χλιμιντράει [xlimi’ndrai]: α. φωνάζει το άλογο. β. (μτφ) κοκορεύεται. [μσν. *χλιμιντρίζω (πρβ. μσν. χλιμιτρίζω) < αρχ. χρεμετίζω ίσως ηχομιμ.· μσν. *χλιμιντρώ (πρβ. μσν. χιλιμιντρώ) < χλιμιντρ(ίζω) μεταπλ.  με βά ση το συνοπτ. θ. χλιμιντρισ-].


Δημοσιεύτηκε

σε

από