χάσκω [‘xasko]

χάσκω [‘xasko]: α. έχω ανοικτό το στόμα. β. λέω ασυναρτησίες. γ. γελάω χωρίς λόγο. δ. πεινάω. [μσν. χάπτω με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] < αρχ. κάπτω ‘καταπίνω με βουλιμία΄ ( [k > x] ;)· μεταπλ. χά(φτω) -βω με βάση το συνοπτ. θ. χαψ- κατά το σχ.: κλεψ- (έκλεψα) – κλέβω].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: