χαμπέρι, το [xa’mberi]: το νέο: ‘Μου είπε τα χαμπέρια σου’. [τουρκ. (διαλεκτ. ) habar < haber (από τα αραβ.) -ι].
χαμπέρι, το [xa’mberi]
από
Ετικέτες:
χαμπέρι, το [xa’mberi]: το νέο: ‘Μου είπε τα χαμπέρια σου’. [τουρκ. (διαλεκτ. ) habar < haber (από τα αραβ.) -ι].
από
Ετικέτες: