χαβάνι, το [xa’vani]: α. εργαλείο που κόβει τον καπνό. β. το γουδί, μπρούτζινο σκεύος για το τρίψιμο του αλατιού ή πιπεριού. [τουρκ. havan -ι].
χαβάνι, το [xa’vani]
από
Ετικέτες:
χαβάνι, το [xa’vani]: α. εργαλείο που κόβει τον καπνό. β. το γουδί, μπρούτζινο σκεύος για το τρίψιμο του αλατιού ή πιπεριού. [τουρκ. havan -ι].
από
Ετικέτες: