φτουράει [ftu’rai]

φτουράει [ftu’rai]: επαρκεί: ‘Δεν φτουράει το φαί’ [ίσως λατ. obduro ‘επιμένω, αντέχω΄ με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και επίδρ. του φτάνω].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: