φτερίνα, η [fte’rina]

φτερίνα, η [fte’rina]: η φτέρη. [αρχ. πτέρ(ις) μεταπλ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ].


Δημοσιεύτηκε

σε

από