φούσκος, ο [‘fuskos]: α. το πέσιμο. β. η σφαλιάρα: ‘Του έδωσα έναν φούσκο και έπεσε κάτω’. [φούσκ(α) -ος].
φούσκος, ο [‘fuskos]
από
Ετικέτες:
φούσκος, ο [‘fuskos]: α. το πέσιμο. β. η σφαλιάρα: ‘Του έδωσα έναν φούσκο και έπεσε κάτω’. [φούσκ(α) -ος].
από
Ετικέτες: