φουρλατίζω [furla’tizo]

φουρλατίζω [furla’tizo]: είμαι ανήσυχος [φούρλ(α) -τίζω] < [ιταλ. frulla προστ. του frullo ‘περιστρέφομαι γρήγορα΄ με μετάθ. του [r] ].


Δημοσιεύτηκε

σε

από