φόλα, η [‘fola]

φόλα, η [‘fola]: α. το μπάλωμα. β. δηλητήριο. [ίσως μσν. φόλα, φόλλις ‘τροφή, μικρό νόμισμα’ < λατ. follis ‘μικρό δερμάτινο σακί’].


Δημοσιεύτηκε

σε

από