ΔΠΗ
τυλώνομαι [ti’lonome]: χορταίνω, τρώγω χορταστικά: ‘Τυλώθηκα, ο άνθρωπος!’. [αρχ. τυλ(ῶ) ‘κάνω κτ. σκληρό σαν κάλο’ -ώνω].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
admin
Ετικέτες: