τσουβαλαρία, η [tsuvala’ria]

τσουβαλαρία, η [tsuvala’ria]: στρίμωγμα, ό ένας επάνω στον άλλον. [τσουβαλ(ιάζω) -αρία < τουρκ. çuval (από τα περσ.) ].


Δημοσιεύτηκε

σε

από