τσάρκος, ο [‘tsarkos]

τσάρκος, ο [‘tsarkos]: χώρος εντός του στάβλου για τα αρνιά. [ίσως, τουρκ. çarka ‘περιπολία ελαφρού πεζικού μπροστά από το κύριο στράτευμα’].


Δημοσιεύτηκε

σε

από