τσαντίλα, η [tsa’dila]

τσαντίλα, η [tsa’dila]: α. αραχνοΰφαντο πανί για το σούρωμα του τυριού. β. (μτφ.) ρούχο άκομψο και κακόγουστο. [σλαβ. čedil(o)  κατά το σακούλα].


Δημοσιεύτηκε

σε

από