τσαμπάσης, ο [tsa’mbasis]: ο έμπορος ζώων κυρίως αλόγων. [τουρκ. cambaz -ης με αποηχηροπ. του αρχικού [dz > ts] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.].
τσαμπάσης, ο [tsa’mbasis]
από
Ετικέτες:
τσαμπάσης, ο [tsa’mbasis]: ο έμπορος ζώων κυρίως αλόγων. [τουρκ. cambaz -ης με αποηχηροπ. του αρχικού [dz > ts] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.].
από
Ετικέτες: