τσακούλα, η [tʃa’kula]

τσακούλα, η [tʃa’kula]: η σακούλα, το σακούλι. [σάκ(ος) με τροπή του -σ- σε -τσ- + -ούλα].


Δημοσιεύτηκε

σε

από