τρουπίτης, ο [tru’pitis]: (μτφ.) αυτός που αγοράζει βερεσέ ή δεν πληρώνει τις υποχρεώσεις του. [τρύπ(α) -ίτης].
τρουπίτης, ο [tru’pitis]
από
Ετικέτες:
τρουπίτης, ο [tru’pitis]: (μτφ.) αυτός που αγοράζει βερεσέ ή δεν πληρώνει τις υποχρεώσεις του. [τρύπ(α) -ίτης].
από
Ετικέτες: