τριφτιάδες, οι [tri’ftçaðes]: τριμμένο ζυμαρικό που το ετοιμάζουμε λίγο πριν το καταναλώσουμε και συνοδεύεται με κρασί. [τρίβω < τρίφτ(ης) -ιάδες].
τριφτιάδες, οι [tri’ftçaðes]
από
Ετικέτες:
τριφτιάδες, οι [tri’ftçaðes]: τριμμένο ζυμαρικό που το ετοιμάζουμε λίγο πριν το καταναλώσουμε και συνοδεύεται με κρασί. [τρίβω < τρίφτ(ης) -ιάδες].
από
Ετικέτες: