τριτσινάω [tritsi’nao]

τριτσινάω [tsitsi’nao]: (κυρίως, για ζώα) κλωτσάω χοροπηδώντας: ‘Μην με τσιτσινάς τώρα!’

Και: https://ilialang.gr/ντριτσινάω/


Δημοσιεύτηκε

σε

από