τραγόπαπας, ο [tra’γopapas]

τραγόπαπας, ο [tra’γopapas]: (μτφ.) ο ασουλούπωτος, ακούρευτος ή παχύς ιερέας. [τράγ(ος) -ο- + παπ(άς) -ας].


Δημοσιεύτηκε

σε

από