τίγκα [‘tiŋga] επίρρ.: για κτ. που είναι εντελώς γεμάτο: ‘Tο βαρέλι είναι τίγκα’. [ιταλ. (νότ. διάλ.) tinga].
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
τίγκα [‘tiŋga] επίρρ.: για κτ. που είναι εντελώς γεμάτο: ‘Tο βαρέλι είναι τίγκα’. [ιταλ. (νότ. διάλ.) tinga].
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o