τηράω [ti’rao]: βλέπω: ‘Τήρα την πως κλαμαρώνει!’ (κοίταξέ την πως καμαρώνει). [αρχ. τηρ(ῶ) ‘παρατηρώ’ (η σημερ. σημ. μσν.) μεταπλ. -άω].
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o,
Όπως και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf