τέσα, η [‘tesa]: κτηνοτροφικό σκεύος για την συλλογή γάλακτος: ‘Ακούμπησε την τέσα κάτω και ξεκίνησε το άρμεγμα’.
τέσα, η [‘tesa]
από
Ετικέτες:
τέσα, η [‘tesa]: κτηνοτροφικό σκεύος για την συλλογή γάλακτος: ‘Ακούμπησε την τέσα κάτω και ξεκίνησε το άρμεγμα’.
από
Ετικέτες: