τελάλης, ο [te’lalis]: ο κήρυκας. [τελ-: μσν. *τελάλης (πρβ. μσν. τελάλισσα) < τουρκ. tellâl (από τα αραβ.) -ης· ντελ-: ηχηροπ. του αρχικού [t > d] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-te > tonde > ton-de] ].
τελάλης, ο [te’lalis]
από
Ετικέτες: