τεζάχι, το [te’zaçi]

τεζάχι, το [te’zaçi]: α. χοντρό κούτσουρο για να κόβουμε το κρέας. β. (μτφ.) ξύλο: ‘Θα σου ρίξω ένα τεζάχι!’ [τουρκ. tezgâh -ι < περσική].

Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από