τάσι, το [‘tasi]: το κύπελλο με πλατύ στόμιο που χρησιμοποιούσαν για ποτήρι: ‘Ήπιε απ’το ασημένιο τάσι’. [τουρκ. tas -ι].
τάσι, το [‘tasi]
από
Ετικέτες:
τάσι, το [‘tasi]: το κύπελλο με πλατύ στόμιο που χρησιμοποιούσαν για ποτήρι: ‘Ήπιε απ’το ασημένιο τάσι’. [τουρκ. tas -ι].
από
Ετικέτες: