συνταυλάω [sinda’vlao]

συνταυλάω [sinda’vlao]: ανακατεύω τα κάρβουνα και τα ξύλα για να δυναμώσει η φωτιά. [< συνδαυλίζω < συ- δαυλ(ός) -ίζω· συνδ-: λόγ. επίδρ.].

Και: https://ilialang.gr/συνταυλάω-ή-συμπάω/

Και: https://ilialang.gr/συνταυλίζω-sidavlizo/


Δημοσιεύτηκε

σε

από