συνταυλάω [sinda’vlao]: ανακατεύω τα κάρβουνα και τα ξύλα για να δυναμώσει η φωτιά. [< συνδαυλίζω < συ- δαυλ(ός) -ίζω· συνδ-: λόγ. επίδρ.].
συνταυλάω [sinda’vlao]
από
Ετικέτες:
συνταυλάω [sinda’vlao]: ανακατεύω τα κάρβουνα και τα ξύλα για να δυναμώσει η φωτιά. [< συνδαυλίζω < συ- δαυλ(ός) -ίζω· συνδ-: λόγ. επίδρ.].
από
Ετικέτες: