στέρνα, η [‘sterna]: δεξαμενή νερού. [μσν. στέρνα < κιστέρνα (που ίσως θεωρήθηκε κι η στέρνα) < λατ. cisterna].
στέρνα, η [‘sterna]
από
Ετικέτες:
στέρνα, η [‘sterna]: δεξαμενή νερού. [μσν. στέρνα < κιστέρνα (που ίσως θεωρήθηκε κι η στέρνα) < λατ. cisterna].
από
Ετικέτες: