σταχτερός [staxte’ros]

σταχτερός, -ή, -ό [staxte’ros]: ο γεμάτος στάχτη, ο ανακατεμένος με τη στάχτη. [στάχτ(η) -ερός].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: