σουδιάζω [su’ðʝazo]: α. οδηγώ το κοπάδι σε στενό πέρασμα. β. το πέρασμα αέρα μεταξύ δύο τοίχων ή δρόμων : ‘Σουδιάζει εδώ και έχει δροσούλα’ (κάνει ρεύμα) [μεσν. σούδα ‘αυλάκι’ – ιάζω < λατ. sudis].
σουδιάζω [su’ðʝazo]
από
Ετικέτες:
σουδιάζω [su’ðʝazo]: α. οδηγώ το κοπάδι σε στενό πέρασμα. β. το πέρασμα αέρα μεταξύ δύο τοίχων ή δρόμων : ‘Σουδιάζει εδώ και έχει δροσούλα’ (κάνει ρεύμα) [μεσν. σούδα ‘αυλάκι’ – ιάζω < λατ. sudis].
από
Ετικέτες: