σομάδα, η [so’maða]

σομάδα, η [so’maða]: α. πλάκα πέτρινη δέκα περίπου εκατοστών διάμετρο για το παιδικό παιχνίδι «σομάδες». β. ζάλη: ‘Και με έπιασε μια σομάδα που σωριάστηκα ίσα κα’.

Και: https://ilialang.gr/σιομάδα-ή-σομάδα/

Και: https://ilialang.gr/σωμάρα/


Δημοσιεύτηκε

σε

από