σκουτί, το [sku’ti]: το ρούχο, το ύφασμα: ‘Μάζεψε τα σκουτιά σου και βάλτα στην κασέλα’. [μσν. *σκουτίον υποκορ. του αρχ. σκῦτος ‘αργασμένο τομάρι΄ ( [i] ( [y] ) > [u] από επίδρ. του υπερ. [k] )].
σκουτί, το [sku’ti]
από
Ετικέτες:
σκουτί, το [sku’ti]: το ρούχο, το ύφασμα: ‘Μάζεψε τα σκουτιά σου και βάλτα στην κασέλα’. [μσν. *σκουτίον υποκορ. του αρχ. σκῦτος ‘αργασμένο τομάρι΄ ( [i] ( [y] ) > [u] από επίδρ. του υπερ. [k] )].
από
Ετικέτες: